συνακτήρ

συνακτήρ
(-ήρος) ο тех аккумулятор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συνακτήρ" в других словарях:

  • συνακτῆρα — συνακτήρ that which draws together masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνακτήρας — ο / συνακτήρ, ῆρος, ΝΑ νεοελλ. τεχνολ. (παλαιός όρος) συσσωρευτής, συμπυκνωτής αρχ. κοντή περισκελίδα, παντελονάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνάγω + επίθημα τήρ(ας), πρβλ. κινη τήρ(ας)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»